- τρευλός
- -ή, -ό, Νβλ. τραυλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραυλός — ή, ό / τραυλός, ή, όν, ΝΜΑ, και τρευλός, ή, ό, Ν αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός νεοελλ. βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό α (χαρακτηριστικό για λ. τού… … Dictionary of Greek